Λέπρεον

Λέπρεον
Λέπρεον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεπρέον — λεπράω have pres part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic) λεπράω have pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέπρεον — λεπράω have imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) λεπράω have imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεπρέου — Λέπρεον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεπρέῳ — Λέπρεον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηλεία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.681 τ. χλμ., 193.288 κάτ.) της βορειοδυτικής Πελοποννήσου που υπάγεται στην περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος. Συνορεύει Β με τον νομό Αχαΐας, Α με τον νομό Αρκαδίας, Ν με τον νομό Μεσσηνίας και Δ βρέχεται από το …   Dictionary of Greek

  • ЛЕПРЕОН —    • Leprĕon,          Λέπρεον, τό, и Leprĕos, ο̉ Λέπρεος, город в Трифилии, области Элиды, основанный, по преданию, минийцами из Лемноса. Л. лежал в 40 стадиях от моря к югу от Пилоса (у и. Стровицы), на одном из выступов горы Минфы, и имел… …   Реальный словарь классических древностей

  • σπονδή — Τελετή των αρχαίων Ελλήνων στην οποία έχυναν από ένα ποτήρι κρασί πάνω στη φωτιά όπου προσφερόταν η θυσία, ή στη θάλασσα, ανάλογα με το αν η τελετή γινόταν σε πλοίο ή στην ξηρά, προς τιμή των θεών, και ψάλλοντας ταυτόχρονα κάποια ωδή. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • Λέπρεο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 329 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 49 χλμ. ΝΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζαχάρως. Παλαιότερα ονομαζόταν Στροβίτσι, ενώ η τοποθεσία έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”